άφθαστο(ν)

άφθαστο(ν)
το недосягаемость, недоступность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "άφθαστο(ν)" в других словарях:

  • μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Βελισαρίου, Ιωάννης — (Αθήνα 1861 – Οντάρ Μαχαλά 1913).Ήρωας των Βαλκανικών πολέμων. Κατατάχθηκε στο στρατό ως εθελοντής και στον Α’ Βαλκανικό πόλεμο υπηρέτησε ως αξιωματικός στο α’ ευζωνικό σύνταγμα, όπου και διακρίθηκε για την ανδρεία και την τόλμη του. Στη διάρκεια …   Dictionary of Greek

  • ηρωισμός — ο 1. ανδραγάθημα: Οι ηρωισμοί των κλεφτών υμνούνται στα κλέφτικα τραγούδια. 2. γενναιότητα: Οι Έλληνες έδειξαν άφθαστο ηρωισμό στον πόλεμο του 1940. – Αποκαλύπτομαι μπροστά στον ηρωισμό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»